- φιλάγριον
- φιλάγριον or [suff] φῐλαγρ-ίανον, τό, a kind ofA bandage, invented by Philagrius, Alex.Trall.1.12; also τὸ Φιλαγρίανον (sc. μάλαγμα) Paul.Aeg. 7.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλάγριον — και φιλαγρίανον, τὸ, ΜΑ είδος επιδέσμου, τον οποίο επινόησε ο Φιλάγριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φιλάγριος, ιατρός που επινόησε αυτό το είδος τού επιδέσμου] … Dictionary of Greek
Φιλάγριον — Φιλάγριος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάγριον — φιλαγρέω love the country imperf ind act 3rd pl (doric) φιλαγρέω love the country imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)